Η ελληνική ταινία που θα ζήλευαν ο Fellini και ο De Sica

Δεν είναι κάτι παρωχημένο και αναχρονιστικό αλλά μοιάζει τρομακτικά επίκαιρο. 
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
«Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου…»

Το συγκλονιστικό αυτό τραγούδι με τους στίχους «καρφιά» του Τάσου Λειβαδίτη και τη μαγική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, είναι ο πυρήνας της δημιουργίας της ταινίας «Συνοικία το όνειρο» το 1961.

Η σκηνοθεσία είναι του Αλέκου Αλεξανδράκη, το σενάριο του Κώστα Κοτζιά και του Λειβαδίτη.

Ο Αλεξανδράκης επένδυσε όλα του τα λεφτά αλλά και τα όνειρά του για να δημιουργηθεί αυτή η ταινία αλλά ορισμένοι αστάθμητοι μα δυστυχώς ουσιαστικοί παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα να καταστραφεί οικονομικά και να ναυαγήσουν τα όνειρά του.

Στη ζωή δυστυχώς όλα μπορούν να γίνουν αλλά και όλα μπορούν να χαθούν από παράγοντες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε.

Ανεπανάληπτες ερμηνείες από τον Αλέκο Αλεξανδράκη στο ρόλο του «Ρίκο», του Μάνου Κατράκη στο ρόλο του «Νεκροφόρα» και της Αλίκης Γεωργούλη στο ρόλο της «Στεφανίας».

Η ταινία γυρίστηκε το 1961 σε μια παραγκούπολη, τον «Ασύρματο», κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης και γίνεται το κέντρο ενός κόσμου για ανθρώπους που μαστίζει η φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία και η εξαθλίωση.

Ο χρόνος δράσης της ταινίας είναι η εποχή μετά τον εμφύλιο όπου η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθεί εναγώνια να προσελκύσει ξένες επενδύσεις από το εξωτερικό και δεν επιθυμεί να προβληθεί η ταινία.

Θεωρούσαν ότι η προβολή της ταινίας θα αποθαρρύνει τους δυνητικούς επενδυτές, διαρρέοντας στο εξωτερικό μια εικόνα ερειπωμένης μετεμφυλιακής Ελλάδας όπου οι νικητές του Εμφυλίου φέρθηκαν πολύ σκληρά και βάναυσα στους ηττημένους.

Παρεμβαίνει η λογοκρισία, πετσοκόβει την ταινία αλλά παρόλα αυτά στη πρεμιέρα στο Ράδιο Σίτυ αν και ήταν καλεσμένοι δημοσιογράφοι, ξένοι πρεσβευτές, Μορφωτικοί Ακόλουθοι, με εντολή του Υφυπουργού τύπου διακόπτεται η προβολή με τη δικαιολογία ότι ήταν προβοκάτσια της Αριστεράς.

Ο Αλεξανδράκης στήνει μια ιστορία στις παρυφές ενός κόσμου ο οποίος προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές που του άφησαν ο πόλεμος και ο εμφύλιος και να ξαναφτιάξει τη ζωή του μέσα σε ένα περιβάλλον εντελώς εχθρικό.

Ουσιαστικά είναι μια κόντρα μεταξύ της πολιτικής που επικαλείται συνεχώς το ψέμα και της τέχνης που αναζητά την αλήθεια.

Είναι επηρεασμένος από τον Ιταλικό νεορεαλισμό που μεσουρανεί εκείνη τη περίοδο στον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο και ιδιαίτερα από τις ταινίες «Κλέφτες ποδηλάτων» του Vittorio De Sica και «La Strada» του Federico Fellini.

Στη παραγκούπολη από παλιά ρίζα μιας άθλιας αθηναϊκότητας, υπάρχουν λασπωμένοι δρόμοι, χωμάτινες αυλές, ραγισμένα σπίτια, απαρχαιωμένα σαράβαλα, τρύπια χιλιομπαλωμένα ρούχα, ρακένδυτοι άνθρωποι με σκυθρωπά αυλακωμένα πρόσωπα και σκοτεινιασμένα βλέμματα.

Σ ’αυτή τη ταινία μαραίνονται τα όνειρα πριν γεννηθούν, τα παιδιά γερνούν πριν γίνουν νέοι και κάνει τον θάνατο να φαντάζει καλύτερο απ’ τη ζωή.

Θυμίζει την αλληγορική «θεία κωμωδία» του Δάντη˙ Κόλαση, Καθαρτήριο και (χωρίς) Παράδεισο.

«…Μες τη μιζέρια ετούτη ζούνε οι θλιβερές ψυχές εκείνων που έχουν ζήσει δίχως ψεγάδια, μα και χωρίς επαίνους».

«..Εσείς που μπαίνετε, ξεχάστε κάθε ελπίδα.»

Προσπαθεί να προσδιορίσει χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμούς τις αιτίες πίσω από τα φαινόμενα.

Κορυφαία στιγμή της ταινίας είναι το σκηνικό στη ταβέρνα με τη σπαρακτική ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση στο «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» με το χορό του Αλεξανδράκη να κραυγάζει «Άτιμε ντουνιά».

Τα κολλημένα πρόσωπα των κομπάρσων πάνω στη τζαμαρία της ταβέρνας δημιουργούν μια νεορεαλιστική ατμόσφαιρα της πραγματικής ζωής στη γειτονιά που θα την ζήλευαν οι Ιταλοί σκηνοθέτες του Νεορεαλισμού.

Από την ταινία χάθηκε υλικό περίπου μισής ώρας και ιδιαίτερα οι σκηνές με τον «τρελό» διότι οι κυβερνώντες έκριναν ότι δεν υπάρχουν τρελοί στις γειτονιές αλλά μόνο στα άσυλα.

Μια ταινία γεμάτη ποίηση και ανθρωπιά που κέρδισε 2 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και προβλήθηκε ξανά πετσοκομμένη το 1983.

Η ιστορία της είναι τόσο γοητευτική επειδή η ζωή μας είναι θλιβερή και πολλές φορές ξεχνάμε ότι η τέχνη είναι για να αποκαλύψει, να ανυψώσει τη συνείδηση και να ρίξει φώς.

Είναι μια ταινία με δομικά στοιχεία από την αρχαία ελληνική τραγωδία όπου η ειμαρμένη νικάει τους αδύναμους μικρούς θνητούς.

Αυτό το εξαιρετικό κινηματογραφικό αριστούργημα έστω και λογοκριμένο και κακοποιημένο δεν έχασε τη δυναμική της εσωτερικότητας του, ούτε τη διαχέουσα βαριά ατμόσφαιρα με τους κοινωνικούς και πολιτικούς υπαινιγμούς, όχι με κάποια διδακτική μανιέρα αλλά σαν μια φωτογραφία στιγμής με είδωλο τη ζοφερή πραγματικότητα.

Είναι μια σκληρή επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα σε ένα σύστημα που κυριαρχεί και ανέχεται την ανέχεια και σε ένα άλλο που την υφίσταται.

Ουσιαστικά περιγράφεται ένας συστημικός κύκλος αδικίας και εγκατάλειψης που δεν είναι κάτι παρωχημένο και αναχρονιστικό αλλά μοιάζει τρομακτικά επίκαιρο.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!