Θα σας πω μια ιστορία: «Στο κουτούκι του Γιαβρή»

Η ιστορία του τραγουδιού του Νίκου Καρανικόλα και του Λευτέρη Χαψιάδη με την Κατερίνα Στανίση
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
«Φτάσανε πικρά χαμπέρια…»

Τον Μάιο του 1985 κυκλοφόρησε από τη Polygram ο τρίτος προσωπικός δίσκος της Κατερίνας Στανίση, με τίτλο «Τι να θυμηθώ από σένα», που περιλάμβανε δώδεκα τραγούδια σε μουσική του Νίκου Καρανικόλα, του Τάκη Μουσαφίρη και του Δημήτρη Χιονά, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, Λευτέρη Χαψιάδη, του Γιώργου Πια και της Βούλας Γκίκα.
01.STANISI GIAVRI
Τις ενορχηστρώσεις επιμελήθηκαν ο Τάκης Μουσαφίρης, ο Νέστωρ Δάνας και ο Φαίδων Λιονουδάκης, η ηχογράφηση έγινε στο Studio «Sierra» από τον Κώστα Φασόλα, οι φωτογραφίες ήταν του Ντίνου Διαμαντόπουλου και η παραγωγή του Νίκου Καραγιάννη.

Για να είμαι ειλικρινής, η μνήμη μου δεν με βοηθά να θυμηθώ, αν και ποια τραγούδια ακούστηκαν εκείνη την εποχή. Το σίγουρο είναι πως το περίφημο καμηλιέρικο του Νίκου Καρανικόλα και του Λευτέρη Χαψιάδη «Στο κουτούκι του Γιαβρή» με το μπουζούκι του Δημήτρη Χιονά και τα σεγόντα του Δημήτρη Κοντολάζου, είναι αυτό που διέγραψε τη δική του πορεία στον χρόνο, ενώ τρία χρόνια μετά την πρώτη του ηχογράφηση, γνώρισε μια ξεχωριστή επανεκτέλεση από τον Απόστολο Νικολαΐδη, που το 1988 το συμπεριέλαβε στον δίσκο του «Ποιος έχει το βοτάνι». Το «Κουτούκι του Γιαβρή» αφιερώθηκε από τον Λευτέρη Χαψιάδη στη μνήμη του φίλου του Γιώργου Ζησιμάτου, που «έφυγε τόσο νωρίς».

Την ιστορία του τραγουδιού την αφηγήθηκε με τον δικό του, μοναδικό τρόπο ο Λευτέρης Χαψιάδης σε συνέντευξη που μου παραχώρησε στις 2 Νοεμβρίου 2016 στο πλαίσιο της εκπομπής «Εγώ, δεν έχω βγάλει το… ωδείο» στο Εθελοντικό Ραδιόφωνο του Δήμου Θεσσαλονίκης.

-Τα περισσότερα τραγούδια σου τα’χεις γράψει με τον Χρήστο Νικολόπουλο. Έχεις γράψει όμως και με τον Θανάση Πολυκανδριώτη, τον Τάκη Μουσαφίρη και με τον Νίκο Καρανικόλα. Ακούσαμε ήδη ένα τραγούδι πριν και θέλω να μου πεις την ιστορία από το «Κουτούκι του Γιαβρή» που θα ακούσουμε μετά.

-Το «Κουτούκι του Γιαβρή» μου επιφύλαξε πολλές εκπλήξεις στη ζωή μου. Στα χρόνια που ήμουνα φοιτητής στην Πάτρα, είχα συναντήσει και γίναμε αχώριστοι φίλοι, έναν οικοδόμο που λεγόταν Γιώργος Ζησιμάτος. Αυτός ο άνθρωπος παντρεύτηκε και έφυγε από τη ζωή στα εικοσιεννιά του χρόνια, αφήνοντας πίσω ένα αγοράκι δύο μηνών. Κάποια στιγμή που ήρθε στο μυαλό μου, σκεφτόμουνα τις βραδιές που περνούσαμε σε ένα κουτούκι στην Πάτρα, το οποίο το ονομάσαμε «Το κουτούκι του Γιαβρή», ενώ δεν ήταν αυτός ο τίτλος του. Αλλά επειδή αυτός που το είχε ήταν Πόντιος, συνάντησα και στην Πάτρα Πόντιους και του είπα ότι «κι εγώ είμαι ποντιακής καταγωγής» και μάλιστα 100% - αν και πιστεύω ότι και γείτονα Πόντιο να’χεις, είσαι Πόντιος. Αυτός έλεγε «Καλώς το γιαβρί μου, καλώς το γιαβρί μου» και οι άλλοι οι συμφοιτητές μου έλεγαν «Πού θα πάμε; Στο κουτούκι του Γιαβρή». Και όταν τον έφερα κάποιο βράδυ στο μυαλό μου, γράφω έναν στίχο «Φτάσανε πικρά χαμπέρια, στο κουτούκι του Γιαβρή και σταυρώσαμε τα χέρια κι είπαμε “άλλο μη μας βρει”. Χάρε μπαμπέση σταυρωτή, γιατί μας το’κανες γιατί, πήρες απ’την παρέα μας, το πιο καλό παιδί». Τον έδωσα τον στίχο στον Νικολόπουλο, αλλά δεν τον έφτιαξε. Τον έδωσα στον Πολυκανδριώτη, δεν τον έφτιαξε. Τον έδωσα στον Σούκα, δεν τον έφτιαξε. Φαίνεται ότι ο κάθε στίχος έχει την τύχη του και τη μοίρα του. Είχα δώσει στη Στανίση κάποια τραγούδια με τον Πολυκανδριώτη, τα οποία είχαν σχετική επιτυχία, αλλά όχι «grand»…

Πήγαινα στη «Φαντασία» που ήταν απέναντι στο παλιό Αεροδρόμιο και είχα γνωρίσει τον Κοσμά τον Μενιδιάτη (εννοεί Καλογράνη, που ήταν το κανονικό του επώνυμο), τον αδερφό του Μιχάλη και έτσι όπως ήμασταν στο γραφείο, κάποια στιγμή έρχεται ένας και λέει ο Κοσμάς: «Καλώς τον Καρανικόλα!» Εγώ το ήξερα το όνομα του Καρανικόλα και σαν φάτσα, έτσι αχνά. «Κάτσε ρε λίγο να τα πούμε!» «Ναι θα μείνω» λέει. «Ρε Καρανικόλα, να σε γνωρίσω έναν καλό στιχουργό, έχει γράψει το “Μία είναι η ουσία” και γίνεται της τρελής». Μου λέει «Ρε φιλαράκο εσύ το ‘γραψες;» Λέω «Ναι». «Για μένα έχεις τίποτα;» Και πώς μου’ ρχεται φίλε και του λέω τον στίχο. Λέει «Μπορείς να μου τον γράψεις σ’ένα χαρτί;» Του γράφω τον στίχο στο χαρτί και λέει «Γράψε μου κι ένα τηλέφωνό σου». Εγώ δούλευα τότε στο Υφυπουργείο Νέας Γενιάς, σαν μόνιμος υπάλληλος και παραιτήθηκα το ’89 για ιδεολογικούς λόγους. Το θεωρούσα δηλαδή ότι έπρεπε να φύγω γιατί δεν με εκπροσωπούσε η καινούργια κατάσταση. Αν και ένα εκατομμύριο Έλληνες μείνανε, εγώ έκανα τον ηρωισμό να φύγω. Και την άλλη μέρα το πρωί, χτυπάει το τηλέφωνό μου, στις επτάμιση η ώρα, την ώρα που μπαίνω στο γραφείο και είναι ο Καρανικόλας. Και μου λέει «Ρε μαγκάκο θες ν’ακούσεις τι έγραψα;» Και τ’ ακούω και παθαίνω σοκ! Του λέω «Κύριε Νίκο, πού είστε να ‘ρθω να σας βρω;» Μου δίνει το στίγμα, στον Σκαραμαγκά σ’ένα χαμόσπιτο, με ένα ταριχευμένο σκύλο, που ήταν ο αγαπημένος του σκύλος και δεν ήθελε να τον αποχωριστεί. Τον ταρίχευσε και τον είχε στο σαλόνι. Και μου λέει «Πες μου ρε φίλε, γιατί το ‘γραψες αυτό το τραγούδι;» Του λέω «Είχα έναν φίλο και πέθανε νωρίς» κλπ. «Εμένα ξέρεις γιατί μ ’άγγιξε;» λέει. Έπαθα σοκ με το που το άκουσα. Μου λέει «Με τη Βούλα Γκίκα» - το περίφημο σεγόντο της εποχής - «δεν κάναμε παιδιά και υιοθετήσαμε ένα παιδάκι, το φέραμε μέχρι δέκα χρονών κι έπαθε λευχαιμία και το χάσαμε. Κι εμένα με συγκλόνισε ο στίχος κι έγραψα αυτό το τραγούδι». Μου λέει «Σε ποιον τραγουδιστή θέλεις να το δώσουμε;» Του λέω «Κύριε Νίκο, όπως το ακούω πάει στον Στράτο Διονυσίου. Και μου λέει «Πες μου όποιον άλλον θέλεις, εκτός απ’αυτόν». Ήξερα ότι είχε ένα θέμα. Λέω «Μια και μας έκανε τα αρραβωνιάσματα ο Κοσμάς δεν το δίνουμε στη Στανίση, που θα κάνει τώρα καινούργιο δίσκο;» «Ναι μ’ αρέσει».

Πάμε την άλλη βραδιά, λέει ο Μενιδιάτης ο Κοσμάς «Το’ φτιαξες ρε σκύλε κιόλας;» και το παίρνει και μένει «κόκκαλο». Λέει «Είναι το σουξέ της χρονιάς». Πάμε να το γράψουμε, παίζει μπουζούκι ο Δημήτρης Χιονάς…

-Έτσι για την ιστορία, που λέει κι ο Χιονάς στο facebook…
-Ναι. Και το τραγουδάει η Στανίση και το’πε πολύ ωραία. Και μάλιστα έκανε ένα λάθος και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε ο Καρανικόλας. Και λέει «Χάρε μπαμπάση σταυρωτή, γιατί μας το ‘κανες γιατί, πήρες απ’την παρέα μας… Θα πεις μέσα σου ένα “ες”, το πιο καλό παιδί». Και το κατάλαβε και το ‘κανε. Ήρθε για δεύτερη φωνή ο Κοντολάζος, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν πολύ σουξεδάτος, αλλά τραγουδούσε, κατά τη γνώμη μου, ανοησίες. Ακούει το τραγούδι, δεν με ξέρει εμένα και λέει στη Στανίση «Καλά ρε, αυτό το πεθαμενατζίδικο θα πεις;» Του κάνει νόημα η Στανίση και του δείχνει εμένα. Μετά από χρόνια, ο Κοντολάζος προς τιμήν του, όποτε με βλέπει μου λέει «Τι βλακεία είπα εκείνη τη μέρα…» «Δεν πειράζει, δεν σου κράτησα κακία εγώ γι’ αυτό».

Γράφω στον δίσκο «Αφιερωμένο στη μνήμη του φίλου μου Γιώργου Ζησιμάτου, που έφυγε τόσο νέος». Με το τραγούδι γίνεται χαμός και κυρίως στα λαϊκά μαγαζιά, της νύχτας, όχι στις μπουάτ και σ’ αυτά. Και κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνό μου, το σηκώνω εγώ, στην Αθήνα μετά από πέντε – έξι μήνες και είναι ένα κοριτσάκι και μου λέει «Ο κύριος Χαψιάδης;» Λέω «Ναι». «Μισό λεπτό να σας δώσω τον παππού μου». Κι είναι ο πατέρας του Γιώργου Ζησιμάτου! Και μου λέει «Αγόρι μου σ’ ευχαριστώ γι’αυτό που έκανες και κράτησες τη μνήμη του γιου μου ζωντανή κι εγώ το ακούω, τα πίνω, χορεύω και νιώθω ότι ο γιος μου ζει και δεν έφυγε!» Συγκινήθηκα πάρα πολύ. Αλλά την πιο μεγάλη συγκίνηση την δέχτηκα τριάντα χρόνια μετά, όταν κάποια στιγμή μου κάνει αίτημα φιλίας ένας με το ίδιο όνομα και επίθετο του φίλου μου.

-Στο facebook;
-Στο facebook.

-Να πούμε ότι είσαι δραστηριοποιημένος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…
-Όλοι, όλοι. Εγώ τα κορόιδευα αυτά Θανάση.

-Όλοι τα κοροϊδεύαμε…
-Κι όταν είδα ότι με το facebook και το internet ο κόσμος είναι πια ένα μικρό χωριό, όλος ο πλανήτης, δηλαδή να γράφεις στη Βοστώνη και να σ’ απαντάει σ’ένα δευτερόλεπτο ο άλλος… Μάλιστα δεν έμαθα ακόμα πώς μιλάς με την κάμερα. Σιγά, σιγά θα τα μάθω. Μου κάνει λοιπόν αίτημα φιλίας ένας με το ίδιο όνομα και επίθετο με τον φίλο μου τον συγχωρεμένο. Τον «δέχομαι» και μου γράφει: «Γεια σας κύριε Χαψιάδη, είμαι ο Γιώργος Ζησιμάτος, ο γιος του φίλου σας του Γιώργου. Επειδή δεν έχω το τηλέφωνό σας, μπορείτε να μου το στείλετε;» Το στέλνω και με παίρνει αμέσως. Και κλαίγοντας, μου λέει ότι ο μπαμπάς του όταν πέθανε, ήταν δύο μηνών και η μάνα του, ο παππούς και η γιαγιά, του απέκρυψαν το γεγονός, ότι αυτό το τραγούδι είναι γραμμένο για τον πατέρα του. Και μυστηριωδώς ήταν το αγαπημένο του τραγούδι, όταν έγινε παλικαράκι. Μ’ αυτό τραγουδούσε, μ’αυτό χόρευε όταν πήγαινε στα μπουζούκια, όταν ήταν φαντάρος, γιατί τώρα πια είναι τριάντα πέντε χρονών. Και μου λέει «Πριν από λίγες μέρες έμαθα ότι το γράψατε για τον πατέρα μου, όταν ένας φίλος μου, ξέροντας τι τρέλα έχω μ’αυτό το τραγούδι, μου έφερε ένα δίσκο βινυλίου, που έγραφε από πίσω “Αφιερωμένο στη μνήμη του φίλου μου Γιώργου Ζησιμάτου”. Και μου το’ πε χωρίς να δω τον δίσκο και του λέω “Άσε ρε το δούλεμα”. “Να σου φέρω τον δίσκο”. Κι έτσι έψαχνα να σας βρω από δω, από κει…» Κι από τότε τα λέμε τακτικά. «Από τότε που άκουσα το τραγούδι, αγκαλιαζόμαστε με τη γυναίκα μου και την πεντάχρονη κόρη μου και κλαίμε και τραγουδούμε το τραγούδι που είναι για τον παππού τον Γιώργο, ο οποίος τραγουδούσε και πολύ καλά. Ο αγαπημένος του ήταν ο Χατζηχρήστος από τους ρεμπέτες και ο Χατζής από το μοντέρνο, ας πούμε, τραγούδι. Ήταν και φίλος του Γκολέ. Ήταν η περίφημη παρέα της Πάτρας…»


-Πάμε να το ακούσουμε κι εμείς…

02.HAPSIADIS GIOGLOY

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!