Όταν η «Αμαρτωλή» της Πόλυς Πάνου «αμάρτησε» για δεύτερη φορά

Η μεγάλη επιτυχία του Θόδωρου Δερβενιώτη και του Κώστα Βίρβου σε δυο εκτελέσεις από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Σαν σήμερα…

Στις 6 Αυγούστου του 2015 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος λαϊκός ποιητής Κώστας Βίρβος…

«Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή…»

Ήταν 8 Σεπτεμβρίου του 1960, όταν η Πόλυ Πάνου μπήκε στο studio για να βάλει τη φωνή της σε ένα χασάπικο σε μουσική του Θόδωρου Δερβενιώτη και στίχους του Κώστα Βίρβου, που έμελλε να την «σημαδέψει» για πάντα. Και όχι μόνο εκείνην…

«Η αμαρτωλή», όπως ήταν ο τίτλος του τραγουδιού έγινε ο αιώνιος, λαϊκός ύμνος των «αμαρτωλών» γυναικών που δούλευαν στο πεζοδρόμιο και στα σπίτια με τα κόκκινα τα φώτα…

δδδ.jpg

Στην ηχογράφηση έπαιξαν μπουζούκια ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Γιάννης Καραμπεσίνης, ακορντεόν ο Γιώργος Κοινούσης και μπαγλαμά ο Θόδωρος Δερβενιώτης, που διηύθυνε και την ορχήστρα και «Η αμαρτωλή» κυκλοφόρησε στις 29 Δεκεμβρίου 1960 σε δίσκο 45 στροφών His master’s voice (HMV 7PG-2854 και ODEON HGRA-0795). Στην άλλη πλευρά του δίσκου ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Νότα Παπανικολάου στα σεκόντα, τραγουδούσαν τον ύμνο μιας άλλης κατηγορίας «παρανόμων», που έλεγε «Εδώ παππάς εκεί παππάς»…




Μνήμες Πόλυς Πάνου

Δεν ήταν η μοναδική φορά που η Πόλυ Πάνου τραγούδησε για τις γυναίκες του πεζοδρομίου εκείνης της εποχής. Θυμίζω πρόχειρα το περίφημο «Καλντερίμι» των Σταύρου Ξαρχάκου – Αλέκου Γαλανού, από τα θεατρικά «Κόκκινα φανάρια», «Της αμαρτίας το στρατί» των Χρήστου Κολοκοτρώνη – Στέλιου Πελαγίδη, «Το παρελθόν μου το βαρύ» των Μπάμπη Μπακάλη – Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και το «Μη με σπρώχνεις μες στο βούρκο κοινωνία» των Στέλιου Χρυσίνη – Θεοδώρας Γελαδάκη. Η αποδοχή της «Αμαρτωλής» όμως ήταν καθολική. Οι αφηγήσεις της Πόλυς Πάνου στον Θωμά Κοροβίνη είναι παραπάνω από χαρακτηριστικές:

Θ.Κ.: O κύκλος των τραγουδιών της αμαρτίας αναδεικνύει ένα πρόσωπο της γυναίκας εκπληκτικό. Ανατρέπει την κατεστημένη άποψη που είναι περιφρονητική γι’αυτές τις γυναίκες και αποκαλύπτει τις πραγματικές ανάγκες και το ήθος τους, που είναι βαθύτερο και το κρατούν σαν μυστικό. Πώς σου ταίριαξαν Πόλυ μου, αυτά τα τραγούδια. Πιστεύω ότι τα απευθύνεις στην κοινωνία μας σαν μια αρχαία τραγωδός, γιατί αυτό το θέμα είναι αιώνιο και συ το εκφράζεις σαν καταγγελία, σαν ένα κατηγορητήριο και ταυτόχρονα σαν ένα ξέσπασμα και ένα χαστούκι στην υποκρισία και το ψέμα. Τα τραγούδια αυτά τα ερμήνευσες συγκλονιστικά, μοναδικά, επαναστατικά θα έλεγα.
Π.Π.: Εγώ, εγώ τραγούδησα αυτά τα τραγούδια. Κυρίως εγώ.

Θ.Κ.: Λατρεύω το «Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή». Είναι αριστοτεχνικό τραγούδια από πάσης πλευράς και ως σύνθεση και ως ποίηση και ως εκτέλεση. Είναι ένα τραγούδι ανεπανάληπτο που δεν αφορά μόνο στη ζωή αυτών των γυναικών αλλά όλους μας, όλη την κοινωνία.

Π.Π.: Αυτό το τραγούδι μη μου το θυμίζεις σε παρακαλώ. Όπως ξέρεις αυτό είναι του Δερβενιώτη σε ποίηση του μεγάλου ποιητή, πραγματικού ποιητή της λαϊκής ποίησης – όχι στιχουργού, το στιχουργός είναι πολύ λίγο γι’αυτόν τον έξοχο δημιουργό – του Κώστα Βίρβου. Είχε γράψει τότε την «Αμαρτωλή» ειδικά για τις γυναίκες της νύχτας, του πεζοδρομίου. Αφού μιλάει ανοιχτά για κόκκινα φανάρια. Τα κόκκινα φανάρια υπήρχαν τότε. Κι άκου τι λέει τώρα αυτό το τραγούδι. (Αρχίζει και το σιγοτραγουδάει):

Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή,
ένα από τα ανθρώπινα συντρίμμια,
για να ζω πουλάω το φιλί
στης ζωής τα μαύρα καλντερίμια.
Μα προτού κοινωνία να με φτύσεις
την ευθύνη αλλού να ζητήσεις.

Δεν θέλω να ακούω αυτό το τραγούδι. Δεν θέλω και δεν μπορώ ούτε να το ακούω, ούτε να το τραγουδάω. Έχω εμπειρίες μ’αυτό το τραγούδι απίστευτες. Μόλις κλείνανε τα σπίτια, οι κοπέλες που εργαζόντουσαν τότε σ’εκείνους τους χώρους – εγώ δεν τις θεωρώ πόρνες, για χίλιους λόγους βρέθηκαν εκεί, είναι οι τελευταίες που φταίνε - κατέφευγαν σε μένα. Εγώ δεν κατακρίνω κανέναν, δεν έχουμε το δικαίωμα να κατακρίνουμε τη θέση του άλλου από τη δική μας θέση, αφού δεν ξέρουμε τι γίνεται στην άλλη μεριά. Γιατί ήταν πονεμένες γυναίκες, εγώ ειλικρινά τις συμπονάω πάρα πολύ αυτές τις γυναίκες. Ερχόντουσαν με την παρέα τους στο μαγαζί, γιατί ήταν μόνιμη μια συντροφιά δίπλα τους, ήθελαν κάποιον άνθρωπο να έχουν κι αυτές. Και μόλις μπαίνανε, από την πόρτα ακόμη, στου «Τζίμη του Χοντρού», φώναζαν «Πολάρα» - όπως έλεγαν τον Στέλιο «Στελάρα» - έτσι κι εμένα δεν με λέγανε ποτέ «Πόλυ» - και τραβούσαν τα μαλλιά τους. «Το τραγούδι μας» ούρλιαζαν, τρελαινόντουσαν. Αυτές κάνανε χοντρούς λογαριασμούς. Και καθόντουσαν μπροστά στα πρώτα τραπέζια και μόλις ξεκινούσα το τραγούδι κάναν έτσι μια στα χέρια τους με κείνα τα χοντρά ποτήρια και κόβανε φλέβες, φλέβες βαθιά, μιλάμε να σφάζονται, να φαίνονται κομμένοι οι τένοντες, να ξεσκίζονται οι σάρκες τους και να τις παίρνουν τα αίματα. Γέμιζε ο τόπος αίματα και πριονίδια για να κλείσουν οι ανοιχτές πληγές που αιμορραγούσαν, να σταματήσει το αίμα. Αυτές δεν δεχόντουσαν, «αφήστε μας» φώναζαν, ήθελαν να φαίνεται το αίμα. Το πριονίδι ήταν πρόσφορο, υπήρχε στα μαγαζιά, δεν ξέρω αν θυμάσαι, το έριχναν κάτω εκεί που σπάγανε στην πίστα ποτήρια και πιάτα αργά στα κέντρα, ήταν μια τακτική των μαγαζιών. Αίμα, αίμα, πασαλειμμένες με αίμα, το δέρμα και τα ρούχα τους. Κυνηγημένες, καταραμένες γυναίκες, όλη η μοναξιά τους και η απόγνωσή τους έβγαινε εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσα να το βλέπω αυτό το θέαμα, ήταν κάτι πέρα από ανατριχιαστικό, το κορμί μου πονούσε, μέσα μου υπέφερα. Έβλεπα το αίμα να κυλάει έτσι μπροστά μου και τις σάρκες πληγιασμένες, κρεμασμένες κι εγώ στο μικρόφωνο στην εκτέλεση του καθήκοντός μου. Αυτό το τραγούδι έχει μείνει στην ιστορία. Μ’αυτά που αντίκριζα επί σειρά ετών, δεν θέλω ούτε να το ακούω. Και τώρα μου το ζητάνε ακόμα αλλά μου’ρχεται η εικόνα εκείνης του ζωντανού σφαγείου. Κυριολεκτικά πολύ αίμα. Οι κοπέλες αυτές ήταν το κάτι άλλο. Δινόμουν ολόκληρη στην ερμηνεία, μου μιλούσε το τραγούδι, γιατί ήταν γραμμένο γι’αυτές τις γυναίκες που τις ένιωθα. Και ερχόντουσαν μέσα, απ’την είσοδο. «Πόλυ, Πολάρα πες το». Καλά, εντάξει, μ’αγαπούσανε, αλλά ερχόντουσαν μόνο γι’αυτό το τραγούδι. Ήρθε βραδιά που το είπα δέκα φορές. Ήταν κάτι που το ζούσαν αυτές, κάτι πολύ αυθεντικό, δεν μπορούσες να τους αντισταθείς. Όλο το πάθος της ζωής τους έβγαινε εκεί, σ’αυτό το τραγούδι και στο αίμα τους που χυνόταν ασταμάτητα…

Η δεύτερη εκτέλεση

Η ιστορία της «Αμαρτωλής» όμως δεν σταμάτησε εδώ. Δυο χρόνια μετά, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1962 ο Θόδωρος Δερβενιώτης ηχογράφησε μια περισσότερο δραματική και «πλουσιότερη» ηχητικά, άποψη της «Αμαρτωλής» με τον Γιάννη Καραμπεσίνη και τον Γιώργο Μουφλουζέλη στα μπουζούκια και με τον Χρηστάκη και τον Απόστολο Νικολαΐδη, στα πρώτα του βήματα, να σιγοντάρουν την Πόλυ Πάνου…

03.AMARTOLI_POLYPANOU.jpg

Για λόγους που δεν γνωρίζω, η ηχογράφηση αυτή δεν κυκλοφόρησε τότε, αλλά αρκετά χρόνια μετά, μάλλον το 1967, σε δίσκο 45 στροφών με τίτλο «Γυναίκα αμαρτωλή», έχοντας στην άλλη πλευρά το τραγούδι «Τα πάντα τελειώσανε» των Βασίλη και Χαράλαμπου Βασιλειάδη με ερμηνεύτρια την Καίτη Γκρέυ (Columbia SCDG-3747, Odeon SGRA-2824 και Columbia Αυστραλίας SCDGO-3747).

*Πηγή: Συνέντευξη της Πόλυς Πάνου στον Θωμά Κοροβίνη. (Λαϊκό τραγούδι, τεύχος 10, Δεκέμβριος 2004)


ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!